- αλυγισία
- αλυγισιά η1) стройность; 2) неспособность гнуться, сгибаться, несгибаемость; 3) перен. несгибаемость, непреклонность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλυγισία — αλυγισία, η και αλυγισιά, η ακαμψία: Έδειξες όμως και συ μεγάλη αλυγισιά στο ζήτημα αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλυγισία — και σιά, η [αλύγιστος] 1. το να μη λυγίζει ή να μην μπορεί να λυγίσει κάτι, ανικανότητα για κάμψη, δυσκαμψία 2. ακαμψία, σκληρότητα ψυχής … Dictionary of Greek
ακαμψία — η (Α ἀκαμψία) [ἄκαμπτος] (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η ιδιότητα τού άκαμπτου*, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει «ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος» … Dictionary of Greek
αλύγιστος — η, ο 1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος 2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγιστός < λυγίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά] … Dictionary of Greek
αγυρισιά — η 1. ξενιτιά χωρίς τέλος: Πήγε στην αγυρισιά (Παπαδιαμάντης). 2. η μη αλλαγή γνώμης, αλυγισιά: Έχει αγυρισιά στη γνώμη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαμψία — η αλυγισιά (κυριολ. και μτφ.): Έδειξε μεγάλη ακαμψία στην υπόθεση αυτή. – Το χέρι του έχει πάθει ακαμψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκαμψία — η 1. αλυγισιά. 2. μτφ., δυσκολία στην προσαρμογή, έλλειψη ευστροφίας: Χαρακτηρίζεται από δυσκαμψία πνεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)